Ναι, αλλά σαν το Lost δεν είναι τίποτα…
|Στο ραδιόφωνο του NovaSport Fm κάθε μέρα μεταξύ ερωτήσεων για το Κάκο, το Μέσι, τον Πιλάβιο και άλλους ήρωες και μεταξύ ενός ορυμαγδού από βρισιές άρρωστων χουλιγκάνων του πληκτρολογίου, καταφθάνουν πάντα και παραινέσεις του τύπου «πες μας καμιά καινούργια σειρά…», «πες μας ποιες σειρές βλέπεις» κτλ. Εννιά φορές στις δέκα απαντάω και εννιά φορές στις δέκα αυτός στον οποίο απαντάω μου στέλνει την ίδια ανταπάντηση: «ναι αλλά σαν το Lost δεν είναι τίποτα». Δεν είναι, αλλά τα αυτονόητα δεν χρειάζεται να τα συζητάμε.
Μια φίλη που δουλεύει σε εταιρία που κάνει μετρήσεις αναγνωσιμότητας ιστοσελίδων μου έχει πει ότι ένα κομμάτι που έγραψα για το Lost στο site του sport fm(και κοπιαρίστηκε και δημοσιεύτηκε σε αρκετά αλλά site) το διάβασαν σχεδόν διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι: νούμερο που βρήκα υπερβολικό. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι πολλές φορές, όταν συναντάω κάποιον που δεν έχει διαβάσει τίποτα δικό μου ποτέ – συνήθως γυναίκα – μετά από λίγο, με ρωτάει αν είμαι αυτός που έχει γράψει κάποτε κάτι για το Lost. Αυτό έχει συμβεί τόσες φορές ώστε έχω καταλήξει πως όταν πεθάνω (αργά η γρήγορα) για κάποιους θα είμαι αυτός που έγραψε για το Lost και τίποτα άλλο: δεν το βρίσκω τόσο κακό. Εκείνο άλλωστε το κείμενο είχε τόσο πολύ συζητηθεί ώστε ένας εκδοτικός οίκος μου χε προτείνει να γράψω ένα βιβλίο για το Lost, με παρατηρήσεις πάνω στην ιστορία, στο οποίο μυθοπλαστικά να εξιστορώ και τι έγινε στη διάρκεια της δικής μου ζωής ενώ ο Τζακ ερωτεύονταν την Κέιτ και ο Λοκ ανακάλυπτε τα μυστικά του νησιού: βρήκα την ιδέα φρικτή – καταλαβαίνετε νομίζω το γιατί.
Ένα πράγμα που με προβλημάτισε όταν η σειρά τελείωσε, ήταν γιατί υπήρξαν τόσο έντονες και παθιασμένες επικρίσεις για το τέλος της. Σίγουρα κάποιοι θύμωσαν γιατί δεν πήραν τις απαντήσεις που περίμεναν, όμως αυτοί οι θυμοί μου μοιάζουν κουτοί: δεν μπορεί ένας άνθρωπος να περιμένει από τους σεναριογράφους μιας αμερικάνικης σειράς να λύσουν τα μυστήρια του σύμπαντος! Πιο πολύ με προβλημάτισε πως φούντωσε αυτού του τύπου ο θυμός και για να λύσω το μυστήριο έκανα μερικές ερωτήσεις στους απογοητευμένους. Τι ανακάλυψα; Οτι περισσότερο προδομένοι ένοιωσαν όσοι τη σειρά την ανακάλυψαν κάπως αργά και είδαν σε κανονική εβδομαδιαία ροή μόνο τους τελευταίους κύκλους. Όσο λιγότερους κύκλους είδαν σε εβδομαδιαία ροή (ένα επεισόδιο την εβδομάδα) τόσο πιο θυμωμένοι ήταν! Θα σας εξηγήσω το γιατί.
Το Lost εξαπλώθηκε ως ένα είδος επιδημίας: το είδαν λίγοι στην αρχή, μετά περισσότεροι, μετά ολοένα και περισσότεροι – το πικ του νομίζω ήταν ο τρίτος κύκλος. Μετά κάποιοι δεν άντεξαν και το παράτησαν, ωστόσο ο αριθμός όσων το παρακολουθούσαν παρέμεινε σταθερός γιατί προσθέτονταν στην παρέα πολλοί που έβλεπαν τους προηγούμενους κύκλους κατεβάζονταςtorrent ή νοικιάζοντας dvd. Τους έβλεπαν μάλιστα τους κύκλους όλοι αυτοί πολύ γρήγορα. Όποιος έβλεπε ένα κύκλο του Lost σε δεκαπέντε, είκοσι μέρες (πόσο μάλλον τρεις ή και τέσσερις κύκλους σε δυο μήνες) μαγεύονταν από τη σεναριακή πολυπλοκότητα και γοητεύονταν. Όποιος γοητεύονταν έτρεχε να καλύψει το χαμένο έδαφος των συζητήσεων που η ίδια η σειρά προκαλούσε.
Παραδόξως όσο πιο αργά ανακάλυπτες τη σειρά, τόσο πιο ειδήμονας ένοιωθες – κυρίως γιατί αντίθετα από μας που τη βλέπαμε από την αρχή, τα είχες όλα συμπυκνωμένα και φρέσκα στο μυαλό και τα μάτια σου. Όσοι είχαμε δει τη σειρά από την αρχή είχαμε εξαντλήσει σε real time κάθε συζήτηση: όποιος νέος κολλούσε μετέφερε τον ενθουσιασμό του – όμως ο ενθουσιασμός παίζει άσχημα παιγνίδια. Το Lost ήταν τρυπάκι, μια cool απόλαυση. Φυσικά το να το δεις μονορούφι μπορεί να έχει την πλάκα του, όμως η σειρά είχε κανόνες ακόμα και στην παρακολούθησή της: έπρεπε να θυμάσαι, να συνδέεις, να ερμηνεύεις και να συζητάς περιμένοντας το επόμενο επεισόδιο κι όχι να πέσεις με τα μούτρα σαν να πρόκειται για περιπετειώδες ξεπέτα. Άλλο ο μακροχρόνιος και βαθύς έρωτας, άλλο μια περιπετειούλα καλοκαιρινή.
Όταν μπήκαμε στον τελευταίο κύκλο γίναμε σχεδόν όλοι ένα. Εδώ οι προσθέσεις των καινούργιων ήταν ελάχιστες και όλοι παρακολουθήσαμε το φινάλε στην real time μετάδοσή του: ένα επεισόδιο την εβδομάδα. Μόνο που όσοι με το τελετουργικό είχαν μικρή σχέση, αδημονούσαν για τις απαντήσεις ενώ όσοι είχαν περάσει έξι χρόνια περιμένοντας κάθε εβδομάδα νέο επεισόδιο, έλειωναν από την επίγνωση ότι η αγαπημένη συνήθεια τελειώνει: σε λίγο δεν θα μπορούσαμε να ρωτάμε για τον Ντέζμοντ, ο Λοκ θα πέθαινε χωρίς να επιστρέψει, ο Τζακ και η Κέιτ θα έφευγαν από τη ζωή μας, ο παλιόφιλος Χέρλεϊ θα χάνοντας έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. Όσοι στο φινάλε είδαν την περίεργη αυτή παρέα να κάνει το βήμα προς το φως ένοιωσαν ένα είδος παράξενης ανακούφισης: η θεολογία του φινάλε άγγιξε την καρδιά τους – οι ήρωες τους μυθοποιήθηκαν και σεναριακά ενώ ήδη είχαν μυθοποιηθεί στην καρδιά τη δική μας. Οι άλλοι όμως, που με το τελετουργικό της εβδομαδιαίας αναμονής ελάχιστη σχέση είχαν, στο φινάλε ταράχτηκαν: περίμεναν κάτι μεγαλοφυές που να δικαιολογεί το δικό τους ξαφνικό κόλλημα – ίσως και τις παραινέσεις όσων τους κόλλησαν – κι αφού δεν το είδαν θύμωσαν. Το καταλαβαίνω. Ομως το Lost και η επιτυχία του, δεν ήταν τα μυστήρια του, αλλά η αναμονή του κάθε επεισοδίου, η έκπληξη που ένοιωθες βλέποντας πράγματα που δεν περίμενες, η χαρά όταν διαπίστωνες πως κάτι από αυτό που είχες πριν ενάμισι χρόνο υποπτευθεί, τώρα επιβεβαιώνεται.
Στην πραγματικότητα το τέλος του Lost ήταν η μεγάλη σκηνή του τελευταίου επεισοδίου του 5ου κύκλου – αυτή στην οποία ο Τζέικομπ και ο άνθρωπος με τα μαύρα, οι δυο θεότητες δηλαδή, καταλήγουν ότι οι άνθρωποι έρχονται στο νησί, διαφθείρονται, τσακώνονται και πεθαίνουν, παίζοντας άθελά τους στο δικό τους παιγνίδι. Η παρουσία του μεταφυσικού ήταν δεδομένο ότι θα σκότωνε κάθε επιστημονική εξήγηση – όμως αυτό το μεταφυσικό το έχουμε δει από το πρώτο κιόλας επεισόδιο – η ίδια η σωτηρία τόσων πολλών επιβατών ενός αεροπλάνου που πέφτει απαιτεί θεϊκές παρεμβάσεις. Όμως ήταν τόσο μεγάλη η σαγηνευτική γοητεία της σειράς που εξ αρχής έχανες το μυαλό σου και δεν στεκόσουν ούτε καν σ αυτό που ήταν εν τέλει η βάση της ιστορίας και της λύσης της. Κάθε ξαφνικός έρωτας γίνεται ο παραμορφωτικός καθρέφτης της πραγματικότητας, η πραγματικότητα χάνεται. Με απλά λόγια, όταν στο πρώτο επεισόδιο ο Τζακ ανοίγει τα μάτια, η πραγματικότητα είναι Lost…