O πληθωρισμός των αριστουργημάτων
|Κόσμος και κοσμάκης τρέχει στις αίθουσες να δει τη συνέχεια του Σέρλοκ Χόλμς που είναι μια αμερικανιά με ευρωπαϊκό αμπαλάζ – ό,τι δηλαδή ο κόσμος θεωρεί σιγουράκι για να διασκεδάσει δυο ώρες. Αντιθέτως πήγε μάλλον άκλαυτη μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, δηλαδή το «Κοτόπουλο με δαμάσκηνα» της σπουδαίας Mαργιαν Σατραπι που μας εχει δώσει και το καταπληκτικό «Persepolis». Γιατί; Ενας λόγος είναι ότι, δυστυχώς για την πολύ καλή ταινία, έγραψαν καλά λόγια οι κριτικοί κινηματογράφου που άθελά τους κάποιες ταινίες τις σακατεύουν, όχι γιατί υπερβάλουν, αλλά γιατί έχουν φλομώσει τόσο πολύ τον κόσμο με προηγούμενες υπερβολές για φιλμ συζητήσιμα που τον έχουν κάνει δύσπιστο και επιφυλακτικό με οτιδήποτε προτείνουν.
Το κακό ξεκίνησε τη δεκαετία του 80, όταν ένα πλήθος από μετριότητες που παράγονταν σωρηδόν από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου βαφτίζονταν «αριστουργήματα». Αριστούργημα το «Καραβάν Σαράι». Αριστούργημα η «Κάθοδος των Εννιά». Αριστούργημα ο «Καπετάν Μεϊντάνος»: όλα. Μη νομίζετε ότι αυτό συνέβαινε λόγω της αριστερής θεματολογίας: και ταινίες που δεν είχαν ως θέμα τον εμφύλιο και τους καπετανέους το ίδιο αριστουργηματικές ήταν. Το «Νοκ άουτ», του Τάσιου. Οι ταινίες του Τορνέ – στο σύνολό τους ακατανόητες, αν όχι και αδιάφορες. Το «Τεριρέμ» και το «Δοξόμπους». Τα «δε -θυμάμαι –πόσα Ντεσιμπέλ» του Βαφέα: τύφλα να χει ο Μπέργκμαν! Μια γενιά ολόκληρη, η γενιά μου, που αγαπούσε το σινεμά και είχε το κακό συνήθειο να διαβάζει κριτικές, πείστηκε στο τέλος ότι οι κριτικοί ήταν επικίνδυνοι άνθρωποι! Όλα αυτά τα αριστουργήματα πέρασαν και δεν άγγιξαν αφήνοντας πίσω τους ένα πλήθος από θεατές που αφού προβληματίστηκαν για το πώς γίνεται να μην καταλαβαίνουν ότι παρακολουθούσαν σπάνιες στιγμές της έβδομης Τέχνης στο τέλος κατανόησαν ότι ο βασιλιάς που λέγονταν Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ήταν τσίτσιδος και οι κριτικοί του απλοί προπαγανδιστές της ματαιοδοξίας του.
Μετά από μια δεκαετία παρουσίασης ελληνικών αριστουργημάτων οι κριτικοί άρχισαν να σοβαρεύονται – βοήθησε πολύ σε αυτό ο αιχμηρός αδικοχαμένος πλέον Γιώργος Τζιότζιος και το περιοδικό Σινεμά, το πρώτο ίσως που τόλμησε να πει ότι οι πιο πολλές από τις ελληνικές ταινίες της εποχής ήταν του σωρού. Πριν προλάβουμε ωστόσο να συνηθίσουμε κανόνες λογικής προέκυψε από τη μεριά τους η ντρίπλα του αιώνα: ναι δεν ήταν αριστουργήματα τα ντελίρια του ελληνικού αριστερίστικου καρκατσουλιού, αλλά ήταν τα άλλα που έρχονταν από την ανατολική Ευρώπη μόλις οι σοβιετικές δημοκρατίες έπεσαν. Και είναι αλήθεια πως πολλά ήταν, όμως όχι όλα. Για κάθε Ψεύτη Ηλιο μας προέκυπταν ακατανόητοι Παρατζάνοφ και πομπώδεις μαθητές του Ταρκόφσκι και για κάθε υπέροχο Γυρισμό έπρεπε να δούμε βλακώδης συρραφές του τίποτα από σκηνοθέτες με ονόματα που ήταν αδύνατο να θυμάσαι: ευχαριστώ δεν θα πάρω. Όταν κι αυτή η μόδα πέρασε μας προέκυψαν τα ιρανικά, τα παλαιστινιακά, τα ιρακινά, τα λιβανέζικα, τα βαριά τούρκικα: όλα αριστουργήματα της θλίψης, με ιστορίες που θύμιζαν την Ελλάδα του 50, ντελίρια από τα οποία έλειπε μόνο η φωνή του Καζαντζίδη. Κάποια ήταν σπουδαία, άλλα ήταν ανυπόφορα βαρετά, όλα σχεδόν σε έκαναν να βρίζεις αυτόν που σε έπεισε ότι η ιστορία μιας σεξουαλικά καταπιεσμένης Ιρανής μπορεί σε κάτι να σε ενδιαφέρει. Ολος αυτός ο βομβαρδισμός ντεμέκ ποιότητας οδήγησε στη σημερινή δυσκολία να διαπιστώσεις ποιος από όλους αυτούς που σου προτείνει είναι αξιόπιστος, ποιος δηλαδή μπορεί να σου δώσει μια συμβουλή για το πώς θα περάσεις σε ένα σινεμά το βράδυ σου.
Οι πιο πολλοί κινηματογραφικοί κριτικοί είναι κινηματογραφόφιλοι, αλλά η κινηματογραφοφιλία τους καταντάει ένα είδος Τέχνης για την Τέχνη. Πολλά από τα κείμενα που γράφονται για το σινεμά, κυρίως στις ελληνικές εφημερίδες, έχουν αξία ως δοκίμια ή ως κείμενα άποψης: σχεδόν όλα είναι καλογραμμένα, αλλά αμφιβάλω αν είναι κείμενα κριτικής ή πόσο μάλλον παρουσίασης. Τέτοια γράφει ο Δανίκας (που έχει ένα πολύ συγκεκριμένο γούστο και για αυτό είναι ξεκάθαρος), ο Μήτσης στο Αθηνόραμα, ο Κρασσακόπουλος, ο Ανδρεαδάκης, ο Ηλίας Φραγκούλης, ο Τιμογιαννάκης. Όλοι διαφέρουν, αλλά αν τους διαβάζεις, ξέρεις τι τους αρέσει οπότε ξέρεις και να φυλάγεσαι. Ο φίλος μου ο Γιάννης ο Ζουμπουλάκης επίσης κάνει καλές παρουσιάσεις και κριτικές αλλά καμιά φορά χρειάζεται αποκωδικοποίηση. Όμως το θέμα δεν είναι να βρεις κάποιον να εμπιστεύεσαι – το θέμα είναι ότι μια ωραία ταινία όπως το «Κοτόπουλο με δαμάσκηνα» δεν το είδε σχεδόν κανείς γιατί ο κόσμος έχει μάθει να μην εμπιστεύεται αυτούς που του το πρότειναν. Όχι από προκατάληψη αλλά από μπάφιασμα.
Την επόμενη φορά που θα προκύψει μια εξίσου καλή ταινία θα παρακαλούσα τους κριτικούς μας να γράψουν κάτι απλό: να γράψουν π.χ ότι είναι ένα καλογυρισμένο, γλυκό, ταινιάκι ό,τι πρέπει για να πάτε κοπέλα και να την εντυπωσιάσετε για το γούστο σας. Και ότι την επόμενη το ταινιάκι θα φουσκώσει μέσα σας και θα γίνει ταινιάρα όπως συμβαίνει με τις καλές ταινίες. Είναι η μόνη ελπίδα που υπάρχει κάποιες εξαιρετικές δημιουργίες να τις δει ο κόσμος και να τις λατρέψει…
(Εδώ που τα λεμε μήπως και στ αθλητικά δεν κάνουμε το ίδιο; Εχω να διαβάσω ότι ξένος παίκτης που ενδιαφέρει ελληνική ομάδα είναι μέτριος από την εποχή που ακόμα κυκλοφορούσε ο Φίλαθλος…)