Τα δυο ανεξίτηλα αστέρια του Panathinaikos B.C.
|Δεν ξέρω αν θα φύγουν οι Γιαννακόπουλοι: δεν το νομίζω, διότι δεν θεωρώ ότι θα βρεθεί αγοραστής και μου μοιάζει απίθανο να κάνουν ό,τι ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, «παρκάροντας» τις μετοχές τους, ή δινοντάς τες στον Απόστολο Κόντο, τον Λιβέρη Ανδρίτσο, τον Τάκη Κορωναίο, τον.. Κυριάκο Βίδα και τον… Τομ Κάππο με επίτιμο τον Φραγκίσκο Αλβέρτη.
Δεν ξέρω αν θα φύγει ο Ομπράντοβιτς: το θεωρώ πολύ πιθανό, γιατί η Μαδρίτη τα έχει όλα: μπασκετική πρόκληση, σούπερ λεφτά και τα χαϊλίκια της πόλης που αρέσουν στον Σέρβο.
Δεν ξέρω αν θα φύγει ο Διαμαντίδης: το βλέπω χλωμό, γιατί είναι παιδί που μαθαίνω ότι πάει σοβαρά για γάμο, δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες και η άρνησή του για το ταξίδι στο NBA σε συνδυασμό με την απόφασή του να αποχωρήσει από την εθνική ομάδα φανερώνει ότι ο Παναθηναϊκός δεν είναι απλώς η ομάδα του…
Ξέρω ότι ο Panathinaikos B.C. των Γιαννακόπουλων και του Ομπράντοβιτς είναι η μοναδική ελληνική ομάδα στα χρόνια της οξείας αντιπαλότητας, των στημένων, της βρώμας, της επιμονής των κυβερνήσεων να εδραιώνουν την αλητεία στα γήπεδα, της παναθηναϊκής μιζέριας και διχόνοιας, της σταδιακής απαξίωσης του πρωταθλήματος και της μείωσης της δημοφιλίας του μπάσκετ έναντι του ποδοσφαίρου, που «εχθροί» και φίλοι την τοποθετούν τόσο ψηλά στην κλίμακα αξιών τους. Οι εχθροί με τις ενστάσεις τους για δύο – τρία πρωταθλήματα. Οι φίλοι και στις κακές στιγμές της.
Απίστευτος ο βαθμός δυσκολίας αυτού που έχει πετύχει στην Ελλάδα της καφρίλας, του φανατισμού, στην Ελλάδα του «οπαδού της νίκης» (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε…). Στην Ελλάδα που προσπάθησαν πολύ να βάλουν στο πετσί μας τη νίκη με κάθε μέσο, την εύρεση εργασίας με κάθε μέσο, το εύκολο (ή και παράνομο) κέρδος με κάθε μέσο.
Δεν με νοιάζει καθόλου αν θα τα καταφέρει στην Πόλη ο Παναθηναϊκός. Με νοιάζει που για πολλοστή φορά τα έδωσε όλα. Οσο μπορεί ο καθένας. Χωρίς Σάτο, χωρίς Λόγκαν, χωρίς Μάριτς, με αυτόν τον Σμιθ να παίζει ένα στα 5 ματς αξιοπρεπώς για τα δεδομένα αυτού του επιπέδου. Πιθανότατα θα ηττηθεί στον ημιτελικό από την ΤΣΣΚΑ του εκκωφαντικού Κιριλένκο, του Σβεντ, του «Σίσκα», του Κρστιτς, του Κριάπα, του Λαβρίνοβιτς, του Τεόντοσιτς και του Γκόρντον. Ξέρω όμως ότι και εκεί θα τα δώσουν όλα.
Όπως ξέρω ότι αν ηττηθεί την Πέμπτη στο ΟΑΚΑ θα καταχειροκροτηθεί. Όπως ήξερα ότι αν έχανε χθες, θα επέστρεφε πληγωμένος, αλλά στο επόμενο ματς, στο σχεδόν άδειο λόγω της ελληνικής και πανευρωπαϊκής «ποδοσφαιρίτιδας» ΟΑΚΑ, ο Ομπράντοβιτς θα έβρισκε κίνητρα για μια επιπλέον «30άρα».
Είναι η μοναδική ομάδα που όταν τόλμησε να την «αγγίξει» ο γιος του δημοφιλέστατου ιδιοκτήτη που την δημιούργησε (!!!!), βρήκε απέναντί του τοίχο. Είναι η μοναδική ομάδα που με τα αθλητικά της επιτεύγματα κατορθώνει να εξοστρακίζει στην άκρη του μυαλού μας τις εντός έδρας καφρίες των οπαδών της και τα απίστευτα ξεσπάσματα ενός εκ των ιδιοκτητών της. Είναι η ομάδα που ουδείς τολμά να αμφισβητήσει πως ο μύθος της, που κάθε φίλαθλος θα διηγείται στα εγγόνια του, είναι φτιαγμένος από ολόδικά της παραμύθια, που γράφτηκαν με πόνο και αίμα, με ατέλειωτες ώρες προπόνησης και μελέτης, με αμέτρητους καθαρισμούς γονάτων, με πολλά μπινελίκια, με λάθη και ήττες (από τον Ολυμπιακό και όχι μόνο), με «εξισώσεις» των παικταράδων με τους «ρολίστες».
Είναι η ομάδα που κατόρθωσε να βάλει στο περιθώριο τον Αρη ο οποίος στα παιδικά και εφηβικά χρόνια μας ήταν το συνώνυμο της λέξης «μπάσκετ» στο μυαλό κάθε Ελληνα. Αυτή που στο διηνεκές κατορθώνει να αναδεικνύει σε πρωταγωνιστές τους «Καλάθηδες» και τους Καϊμακόγλου.
Όχι, αυτός ο Panathinaikos B.C. δεν είναι ο καλύτερος, το γνωρίζουν όλοι. Ο καλύτερος ήταν αυτός του 2009 στο Βερολίνο: με Διαμαντίδη ΚΑΙ Σπανούλη, με Σάρας ΚΑΙ Νίκολας, με Μπατίστ ΚΑΙ Πέκοβιτς, με Φώτση – Τσαρτσραή – Περπέρογλου – Χατζηβρέττα. Αυτή ήταν η καλύτερη ελληνική ομάδα μπάσκετ όλων των εποχών, η ομάδα που «κατήργησε» στο μυαλό μου την Νο 1 πεντάδα της εφηβείας μου με Κόρφα – Πρέλεβιτς – Μπάρλοου – Λέβινγκστον – Φασούλα.
Όχι, αυτός ο Panathinaikos B.C. δεν μου μοιάζει ικανός να επαναλάβει το περυσινό κατόρθωμα επί της Μπάρτσα και να αποκλείσει την ΤΣΣΚΑ στον ημιτελικό (πολλοί θα ισχυριστούν δικαίως ότι είναι ευκολότερο διότι πρόκειται για ένα νοκ άουτ ματς, αλλά η ποιοτική και σε βάθος ρόστερ διαφορά είναι μεγάλη εφέτος).
Αλλά είναι η ομάδα που συνεχίζει αδιάλειπτα, κάθε χρονιά, επιτυγχάνοντας κάτι διαφορετικό μέσα από την πορεία της, να κερδίζει δυο υπερπολύτιμα για την ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό αθλητισμό αστέρια. Πολύ πιο λαμπερά από τα έξι ραμμένα στη φανέλα.
Τον σεβασμό όλων και την ατόφια αλήθεια του «στις χαρές και στις λύπες μαζί».